Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ένας πολύ διαδεδομένος όρος που ακούγεται στις κλινικές γονιμοποίησης και σε ολόκληρο τον κόσμο στις μέρες μας. Λόγω του αυξανόμενου αριθμού, παγκοσμίως, των ζευγαριών που αδυνατούν για τον ένα ή τον άλλο λόγο να αποκτήσουν παιδί, η εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόζεται σε εξειδικευμένες κλινικές από επαγγελματίες και ειδικούς γιατρούς.
Η θεραπεία αρχικά εφαρμόστηκε ως μέθοδος δοκιμαστικού σωλήνα, κατά την οποία το ωάριο μίας γυναίκας και το σπερματοζωάριο ενός άνδρα συνδυάζονταν μεταξύ τους σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα για γονιμοποίηση. Το 1978 γεννήθηκε το πρώτο παιδί ως αποτέλεσμα της χρήσης εξωσωματικής γονιμοποίησης και για περισσότερα από τριάντα χρόνια μωρά γεννιούνται μέσω αυτής της διαδικασίας γονιμοποίησης.
Αυτό το στατιστικό στοιχείο αναδεικνύει την εξωσωματική γονιμοποίηση σε ευλογία για διάφορα ζευγάρια που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν και τα οποία αναζητούν εναγωνίως λύση για να αποκτήσουν παιδί ολοκληρώνοντας την οικογένεια τους. Η εξωσωματικη γονιμοποιηση θεωρείται η πιο αποτελεσματική μέθοδος την εποχή μας και συχνά προτείνεται όταν οι υπόλοιπες τεχνητές μέθοδοι γονιμοποίησης αποτυγχάνουν να οδηγήσουν σε εγκυμοσύνη. Παρότι η μέθοδος επιτρέπει την τεχνητή γονιμοποίηση για τη σύλληψη ενός παιδιού, είναι ευρέως αποδεκτή από πολλά ζευγάρια και όλο και περισσότερες γυναίκες χρησιμοποιούν την εξωσωματική γονιμοποίηση για να πετύχουν εγκυμοσύνη.
Ωστόσο, να σημειωθεί ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν ενδείκνυται για όλους. Υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες και καταστάσεις υπό τις οποίες ένα ζευγάρι μπορεί να προκρίνει αυτή τη μέθοδο γονιμοποίησης. Αρχικά, οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν ζητήματα με τις ωοθήκες και τις σάλπιγγές του παροτρύνονται να δοκιμάσουν εξωσωματική γονιμοποίηση. Επίσης, ενδείκνυται για ζευγάρια με δευτερεύοντα ζητήματα γονιμότητας, καθώς και για ζευγάρια που βιώνουν ανεξήγητα προβλήματα γονιμότητας.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση λειτουργεί βήμα προς βήμα και ο κύκλος ξεκινά με ένα μάθημα ορμονικής θεραπείας για τη διέγερση των ωοθηκών, στο πλαίσιο της οποία οι ωοθήκες διεγείρονται για την ανάπτυξη θυλάκων. Όταν οι θύλακες ωριμάσουν, συλλέγονται για να γονιμοποιηθούν με σπέρμα σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα, εντός εργαστηρίου και υπό συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες. Έπειτα από τρεις με πέντε ημέρες, τα σπερματοζωάρια αναπτύσσονται σε μία θερμοκοιτίδα και στη συνέχεια ένα ή δύο υγιή ζωάρια τοποθετούνται στη μήτρα μέσω του κόλπου για εμφύτευση. Όπως ακριβώς και στη φυσική γονιμοποίηση, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι κάθε ζωάρια που μεταφέρεται θα εμφυτευτεί, και γι’ αυτό το λόγο τα εναπομείναντα ζωάρια ψύχονται ώστε να διευκολυνθούν οι ακόλουθες μεταφορές.
Η ηλικία μίας γυναίκας είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Όπως γνωρίζουμε, η ικανότητα γονιμοποίησης στις γυναίκες μειώνεται καθώς αυξάνεται η ηλικία τους, οπότε η εξωσωματική γονιμοποίηση έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στις γυναίκες κάτω των 45 ετών. Άλλοι παράγοντες που παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, είναι η αιτία της υπογονιμότητας και ο ειδικός που εφαρμόζει τη θεραπεία. Παρ’ όλα αυτά, οι πρόοδοι που έχουν συντελεστεί στην επιστήμη και την τεχνολογία, έχουν βελτιώσει τις πιθανότητες σύλληψης μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τέλος, να τονιστεί πως η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει και κινδύνους, όπως οποιαδήποτε άλλη ιατρική θεραπεία, άλλωστε. Οι πολλαπλές εγκυμοσύνες είναι οι πιο διαδεδομένοι κίνδυνοι κατά τη διάρκεια του κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με την καλλιέργεια βλαστοκύστεων.